- προυρός
- προυρός, ὁ,A = φρουρός, official title at Clazomenae, Schwyzer 709a16 (iii B.C.); in Thessaly, ib.600 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προυρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυρός — ό, Α βλ. φρουρός … Dictionary of Greek
φρουρίς — και προυρίς, ίδος, ἡ, Α πλοίο για φρούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός / προυρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς)] … Dictionary of Greek
φρουρός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α 1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.) 2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου,… … Dictionary of Greek